- θαμνόφυτος
- -η, -οκατάφυτος από θάμνους.[ΕΤΥΜΟΛ. < θάμνος + -φυτος (< φύομαι), πρβλ. δασό-φυτος, πευκό-φυτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θαμνόφυτος — η, ο ο φυτεμένος με θάμνους, που καλύπτεται από θάμνους (πρβλ. ελαιόφυτος, πευκόφυτος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θάμνος — Ξυλώδες φυτό, του οποίου οι διακλαδώσεις ξεκινούν από τη βάση του κύριου άξονα. Ο κεντρικός κορμός του δεν είναι σαφώς διαμορφωμένος και το ύψος του, μικρότερο από αυτό των δέντρων, κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 1 και 4 μ. Υπάρχουν θ. με πυκνές… … Dictionary of Greek
θαμνοσκεπής — ες ο καλυμμένος από θάμνους, θαμνόφυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάμνος + σκεπής (< σκέπας, σκέπος), πρβλ. ασκεπής, επισκεπής] … Dictionary of Greek
θαμνοφόρος — ο θαμνόφυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάμνος + φορος (< φέρω), πρβλ. λαμπρο φόρος, στεφανη φόρος] … Dictionary of Greek
θαμνώδης — ες (AM θαμνώδης, ώδες) [θάμνος] ο θαμνοειδής, αυτός που μοιάζει με θάμνο («θαμνώδη φυτά») νεοελλ. 1. ο καλυμμένος από θάμνους, ο θαμνόφυτος 2. φρ. «θαμνώδης διάπλαση» τύπος βλάστησης στην οποία κυριαρχούν οι θάμνοι … Dictionary of Greek
θαμνώνας — ο [θάμνος] τόπος κατάφυτος από θάμνους, θαμνόφυτος τόπος … Dictionary of Greek